- δυστυχεῖς
- δυστυχέωto be unluckypres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)δυστυχήςunluckymasc/fem acc plδυστυχήςunluckymasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φανεὶς λαγὼς δυστυχεῖς ποιεῖ τρίβους. — φανεὶς λαγὼς δυστυχεῖς ποιεῖ τρίβους. См. Заяц дорогу перебежит к несчастью … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
заяц дорогу перебежит — к несчастью — поверье (весьма старое) Ср. Заяц спрыгну/л из под кочи. Заинька, стой! не посмей Перебежать мне дорогу! Некрасов. Мороз красный нос. Ср. Невзгода, братец... заяц дорогу перебежал, какая уж тут охота? Что ни приложусь, паф, либо пудель, либо… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Заяц дорогу перебежит — к несчастью — Заяцъ дорогу перебѣжитъ къ несчастью, повѣрье (весьма старое). Ср. Заяцъ спрыгнулъ изъ подъ кочи, Заинька, стой! не посмѣй Перебѣжать мнѣ дорогу! Некрасовъ. Морозъ красный носъ. Ср. Невзгода, братецъ... заяцъ дорогу перебѣжалъ, какая ужъ тутъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)